- ἄντυξ
- ἄντυξedgefem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άντυξ — η (Α ἄντυξ, υγος) (Τεχνολ. Τοπογρ.) αρχ. 1. η περιφέρεια ή το χείλος κάθε πράγματος με κυκλικό ή καμπυλωτό σχῆμα 2. κύκλος μεταλλικός που περιέβαλλε την ασπίδα 3. ο γύρος του δίφρου που χρησίμευε για στήριγμα ή λαβή ή για την εξάρτηση των ηνίων 4 … Dictionary of Greek
ἀντύγων — ἄντυξ edge fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄντυγα — ἄντυξ edge fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄντυγας — ἄντυξ edge fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄντυγες — ἄντυξ edge fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄντυγι — ἄντυξ edge fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄντυγος — ἄντυξ edge fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄντυξι — ἄντυξ edge fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄντυξιν — ἄντυξ edge fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυανάντυξ — κυανάντυξ, υγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει κυανό θόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + ἄντυξ, υγος «θόλος» (πρβλ. ευ άντυξ, λευκ άντυξ] … Dictionary of Greek